- αναδένω
- (Α ἀναδέω*) [ἀναδέω]1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος2. δένω κάτι προς τα επάνω, τό υψώνω και τό συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ.3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση4. δένω με μαγικό επίδεσμο5. προσκολλώ μικρό ορφανό ερίφιο ή αρνί σε άλλη μητέρα για να θηλάσει.
Dictionary of Greek. 2013.